δακτυλόδικτος

δακτυλόδικτος
δακτῠλό-δικτος, ον, ([etym.] δικεῖν)
A thrown from the fingers, δ. μέλος, of the humming of a top, A.Fr.57 codd. Str. (-δεικτον edd.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δακτυλόδικτος — δακτυλόδικτος, ον (Α) φρ. «δακτυλόδικτον μέλος» (Αισχ.) ο ήχος τής σβούρας την οποία έριξε κάποιος με τα δάχτυλα τού χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + *δικτος < δικείν, απαρμφ. του αορ. έδικον τού άχρηστου ενεστ. *δίκω «ρίχνω, χτυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • δακτυλόδικτον — δακτυλόδικτος thrown from the fingers masc/fem acc sg δακτυλόδικτος thrown from the fingers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”